ανέμπιστος

ανέμπιστος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, καχύποπτος: Άνθρωπος ανέμπιστος καθώς ήταν, του 'κανε ένα σωρό ερωτήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανέμπιστος — η, ο όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, ο καχύποπτος …   Dictionary of Greek

  • φιλύποπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που εύκολα ή διαρκώς υποπτεύεται τους άλλους, καχύποπτος, δύσπιστος, ανέμπιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”